σχελυνάζω

σχελυνάζω
Α
(κατά τον Ησύχ.) βλ. χελυνάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χελυνάζω — και σχελυνάζω Α (κατά τον Ησύχ.) «φλυαρῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χελυνάζειν χλευάζειν και σχελυνάζει φλυαρεῖ και ἐσχελύνασεν ἐφλυάρησεν πρέπει μάλλον να θεωρηθούν ως μετονοματικά παράγωγα τού χελύνη (Ι) «χείλος», παρά να συνδεθούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”